Μια γυναίκα κοιτάζει στοργικά ένα μωρό που κοιμάται στην κούνια. Το μωρό δεν είναι δικό της παιδί ή εγγονάκι. Τα δικά της παιδιά δεν είναι δα και τόσο μεγάλα για να έχουν παιδιά. Αυτό το παιδί είναι του πολέμου. Το έφεραν κύματα και θύελλες. Κραυγές μίσους, πόνου, αγωνίας. Ο ύπνος του δεν δείχνει τίποτα από αυτά! Μακάρι να μην θυμάται τίποτα, να μην σφραγίσει την ζωή του για πάντα ο πόνος. Κοιμάται γαλήνια, ώσπου να έρθει η μάνα του. Αυτή είναι τουλάχιστον ανακουφισμένη! Συνεχίζει να αισθάνεται την αγωνία. Το αύριο αβέβαιο δεν ξέρει ποτέ θα βρεθεί ξανά στους δρόμους με ένα μωρό στην αγκαλιά.

Την ιστορία αυτή την έχει δει ο κόσμος πολλές φορές. Δεν μας είναι ξένη ούτε εμάς! Τα παιδιά των εβραίων, κατατρεγμένα βρήκαν θαλπωρή σε όλες τις γωνιές της Ευρώπης. Τα προσφυγόπουλα της Σμύρνης τ’ αγκάλιασαν απρόσμενα στις συνοικίες της Αθήνας. Σε ήσυχες γειτονιές της Λευκωσίας βρήκαν την ανεμελιά τα πουλιά που έδιωξε ο Αττίλας.

Η ξεφτίλα της Ευρώπης
Της Ευρώπης του ανθρωπισμού (ενος ανθρωπισμού του καναπέ, που αναλαμβάνουν άλλοι το implementation, έστω) δεν της πρέπει αυτή η ξεφτίλα. Να μετρά τους ανθρώπους με το ίδιο μέτρο που μετρά ομόλογα και εμπορικά ισοζύγια; Εδώ το μέτρο είναι άλλο, είναι η αγκαλιά που ανοίγει ένας λαός και πιάνει την τελευταία στιγμή τις ψυχές από τα χέρια του χάρου, της θάλασσας, της απόγνωσης. Δεν είναι ήρωες όσοι αγκάλιασαν τις κατατρεγμένες αυτές ψυχές. Δεν το κάνουν ούτε καν για αναγνώριση. Μάλιστα φοβούνται για την αντίδραση που θα έχει η επιλογή τους.  Με τέτοιο, λοιπόν, ηθικό πλεονέκτημα τι να σου κάνει πιά και η ιδεολογία.

Δεν μπορεί η Ευρώπη της αλληλεγγύης να αγκαλιάσει έστω τα χιλιάδες παιδιά που  ασυνόδευτα διασχίζουν σύνορα και θάλασσες; Με μια ανθρωπιστική βίζα να εντάσσονται στο σύστημα κοινωνικής μέριμνας των κρατών της Ευρώπης. Να ανοίξουν την αγκαλιά τους ανάδοχες οικογένειες. Να γλιτώσουν το κακό, να ξεπλύνουμε την βαριά ευθύνη. Να μπορέσουμε να δούμε κατάματα τα δικά μας παιδιά, που ρωτούν τα αδησώπητα γιατί. Έστω για να μην θυμάται μια ολόκληρη γενιά στη Μέση Ανατολή τον δυτικό κόσμο που κλείνει τα μάτια και τις πόρτες σε μωρά γιατί φοβάται …τους τζιχαντιστές.

Οι αγκαλιές που φεύγουν
Στην Κύπρο, τα χρόνια που περνούν αδυσώπητα δεν θερίζουν μόνο τους πρόσφυγες που ο πόθος τους για επιστροφή μένει ανεκπλήρωτος. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που φεύγουν. Αυτούς την πόρτα δεν την έσπασε με βία η αρβύλα του κατακτητή. Ναι, ήταν τυχεροί. Την πόρτα τους κτύπησε το φοβερό δίλημμα. Στα πρόσωπα των ανθρώπων που βρέθηκαν στο κατώφλι τους είδαν θλίψη, πόνο και μια απεγνωσμένη θέληση για επιβίωση. Είχαν την επιλογή να κλείσουν την πόρτα κατάμουτρα στους ξένους. Να προστατεύσουν την οικογένεια τους από αυτό το κακό που βρήκε τον τόπο. Οι ξένοι, τόσο απεγνωσμένοι, σίγουρα θα ήταν επικίνδυνοι. Όμως μπροστά στις δοκιμασμένες αυτές ψυχές η δικιά τους δοκιμασία ήταν πολύ μικρή! Άνοιξαν τα σπίτια τους, πρόσφεραν από το υστέρημά τους και την προίκα των παιδιών τους και αρκέστηκαν να βλέπουν τα παιδιά αυτών των ξένων να μεγαλώνουν, τα δάκρυα τους να γίνονται χαμόγελα. Τους γέμιζε χαρά να βλέπουν την απόγνωση να φεύγει από τα μάτια των νέων τους γειτόνων. Τους ανταπέδωσαν με σεβασμό και αγάπη, δεν ξεχνά εύκολα κανείς τους ανθρώπους που τον βοηθούν στα δύσκολα.

Δεν οργανώθηκαν τούτες οι αγκαλιές σε σωματεία και συνδέσμους, δεν ζήτησαν ούτε θέλουν να τους αναγνωρίσει κανείς. Έκαναν το αυτονόητο. Το ήξεραν, όλοι γύρω τους,το ίδιο θα έκαναν ξανά και ξανά.

Μάλιστα, τούτες τες αγκαλιές τις έκλαψαν δύο φορές, οι πρόσφυγες που ήρθαν το 1974 και αυτοί που έφυγαν το 1963. Γιατί; Ότι και να κτυπούσε την πόρτα τους, το φθινόπωρο εκείνο, όποιο θεό και να δόξαζε, ότι γλώσσα και να μιλούσε, την ίδια αγκαλιά θα έβρισκε. Δεν έχει καθόλου σημασία πόσο αδύναμος και απελπισμένος είναι αυτός έξω που κτυπά! Φτάνει να ήταν δυνατή μέσα η αγκαλιά.

Ο δυτικός πολιτισμός κρέμεται σήμερα από κάτι τέτοιες αγκαλιές. Αν βρεθούν αρκετές, θα σώσουμε την υπόληψη μας. Η πόρτα κτυπά, ακούς στα κτυπήματα τη δυναμη να λιγοστεύει, τη θλίψη να παιρνει την θέση της ελπίδας, είσαι στο τέλος του δρόμου… αν δεν ανοίξεις εσύ τότε ποιός;


THEODOULOS

Του Θεόδουλου Ιωάννου | Αντιπρόεδρος ΝΕΔΗΣΥ